Η γλώσσα των πουλιών - Ομιλήματα



...Η εριβώλαξ χθων κρατούσε ακόμα αρκετό σκοτάδι, στους κόρφους που ανοίγονται να δεχθούν την σπορά. Φως καινούριας Αυγής σε μιαν άκρη, οι μεταλλικές ανταύγειες του παρατημένου αρότρου. Θα ρχονταν αργότερα να το αναλάβει ο γεωργός.
Μετά οι χρυσές αχτίδες φανέρωναν όλα τα χρυσολούλουδα της γης. Δε το φανταζόμουν ότι εκείνη ήταν το άνθος στους όχτους του στεγνού χειμάρρου. Σκύλα  η φθινοπωρινή το όνομά της στα επιστημονικά συγγράμματα. Ιαματικό φυτό η Σκύλα. Οικοδίαιτο ζώο, η σκύλα με τα κουτάβια της. Στοιχειό που απείλησε με εξαφάνιση τον Οδυσσέα. Ο ισχνός μίσχος γέρνει με την πιο ανάλαφρη πνοή, ξυπνώντας με το σάλεμά του αρχαιότατες θύμησες. Είναι τόσο γλυκός ο αχός του, ώστε ο άνθρωπος δεν θα διάβαινε μακρύτερα, αν δεν είχε φροντίσει να τον προσδέσουν γερά στο πλωριό κατάρτι. Έτσι μόνο γκιζερώνοντας, τα βράχια των Σειρήνων, αποβαίνουν τραγούδια άνθινα, σαν τα μάτια του κοριτσιού του αυγινού συναπαντήματος. Σκύβοντας πάνω στο κοινό χορτάρι που λέγεται τραχειά, σκεφτόμουν την εσωτερική, ιστολογική του δομή, λαχταρώντας να έμπω και να αναπαυτώ στους θαλάμους των κυττάρων του, διαμέσου ενός προστατευτικού τριχιδίου, από το άνοιγμα ενός αναπνευστικού στοματίου. Δεν είχαν ακόμα αρχίσει οι βροχές και η συνεπεία της ξηρασίας συρρίκνωση, άνοιγε βαθιές χαρακιές στο χώμα, ειδοποιώντας για τη μεταβολή της ρόγας τ’αμπελιού σε σταφίδα.
Ενώ προ πολλού την είχα προσπεράσει, άρχισα να ρωτώ την Αλεξάνδρα, αν είχε κρυφτεί στα υποχθόνια, μπαίνοντας μεσ’ από τις σφαγές της γης. Ήθελα πολύ να πήγαινα και να την αντάμωνα. Τα μάτια μου σαν του γερακιού, που κρατούν στο ’να χέρι οι φαλκονιέρηδες, ερευνούσαν τα πάντα στον τόπο της περιπλάνησής μου. Οι Ιππότες της Χριστιανοσύνης χρησιμοποιούσαν τα μάτια του πουλιού για να βρουν, το εκλεκτότερο που θ’ αποκόμιζαν. Όνειρό τους το Άγιο Δισκοπότηρο, όταν υποτάσσονταν πλήρως στην υπηρεσία της ομορφιάς. Οι ορθόδοξοι της Ανατολής ονειρεύονταν τα μετά, όταν πρόκριναν το θάνατο από κάθε άλλη περιπέτεια. Τα πουλιά που τους επισκέπτονταν, χτυπώντας με το ράμφος τους υαλοπίνακες, δε τους ένοιαζε ό,τι κι αν έφερναν, καθώς πάντα περίμεναν την μετά το τέλος αρχή. Την πρώτη φορά έφερε η δεκοχτούρα, ένα βιβλίο με χρυσά γράμματα. Τη δεύτερη ένα γυαλί δάκρυα. Έτσι ακούστηκε ότι η Πόλη πάρθηκε.

Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης
Ομιλήματα, εκδ. Ακρίτας

εικόνες από το De arte venandi cum avibus (Περί της τέχνης του κυνηγιού με πουλιά) του Φρειδερίκου Β' Χοενστάουφεν